κοντάρι

κοντάρι
το (ΑM κοντάριον, Μ και κοντάριν)
επίμηκες σκληρό ξύλο σαν δόρυ, με αιχμή στη μία του άκρη, που χρησιμοποιούνταν ως επιθετικό όπλο («στη σέλλα σάζουν το κορμί, στη χέρα το κοντάρι», Ερωτόκρ.)
νεοελλ.
1. καμάκι αλιευτικό
2. κάθε επιμήκης ράβδος πάνω στην οποία προσδένεται κάτι («το κοντάρι τής σημαίας»)
3. μακριά ράβδος για τοπογραφικές μετρήσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοντός (ΙΙ) + υποκορ. κατάλ. -άριον (πρβλ. παιδ-άριον, οψ-άριον)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κοντάρι — το 1. μακρό, ίσιο και σκληρό ξύλο. 2. ακόντιο. 3. καμάκι ψαρά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… …   Dictionary of Greek

  • δόρυ — Μακρύ κοντάρι με αιχμηρό άκρο, που το χρησιμοποίησαν ως όπλο οι λαοί της αρχαιότητας και είναι διαδεδομένο ακόμα και σήμερα σε πρωτόγονες φυλές. Για να έχει πιο αποτελεσματική και μακρόχρονη χρήση, το άκρο του δ. ήταν ενισχυμένο, από πολύ παλιά,… …   Dictionary of Greek

  • κοντός — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ., 178 κάτ.) της Αίγινας. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αίγινας της νομαρχίας Πειραιώς. * * * (I) ή, ό (ΑM κοντός και κονδός, ή, όν) αυτός που έχει μικρό μήκος ή ύψος, ο… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… …   Dictionary of Greek

  • γαίσος — γαῑσος και γαισός, ο και γαῑσον, το (Α) είδος σιδερένιου ακοντίου με πλατιά αιχμή (που το χρησιμοποιούσαν οι Ίβηρες, οι Καρχηδόνιοι, οι Κελτοί και οι Λίβυες). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. γαίσος όπως και η λατ. gaesum είναι δάνεια γαλατικής προελεύσεως. Ο ελλ.… …   Dictionary of Greek

  • κεντώ — άω (ΑΜ κεντῶ, έω) 1. (για έντομα) κεντρίζω, κεντρώνω, τσιμπώ («μέ κέντησε μια μέλισσα») 2. ερεθίζω κάποιον για να προβεί σε μια ενέργεια, αναγκάζω το άλογο να προχωρήσει, σπιρουνίζω («τη φοράδα κτύπα, κέντησον, φύγε», Κάλβ.) νεοελλ. 1. μτφ.… …   Dictionary of Greek

  • κονταράτος — η, ο (ΑM κονταρᾱτος, η, ον) αυτός που κρατά κοντάρι, που είναι οπλισμένος με κοντάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντάρι(ον) + κατάλ. ᾶτος (< λατ. atus), πρβλ. μελ άτος, νυχ άτος] …   Dictionary of Greek

  • κονταρεύω — (Μ κονταρεύω) [κοντάρι(ον)] 1. ρίχνω το κοντάρι εναντίον κάποιου 2. χτυπώ με κοντάρι …   Dictionary of Greek

  • κοντοπαίκτης — κοντοπαίκτης, ὁ (Α) επιγρ. ακροβάτης που ισορροπεί ένα κοντάρι στο χέρι του, χορευτής με κοντάρι ισορροπίας, ακροβάτης χορευτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντός (ΙΙ) «κοντάρι» + παίκτης (< παίζω), πρβλ. οργανο παίκτης, χαρτο παίκτης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”